- καστάνων
- κάστανονchestnut-treeneut gen plκάστανοςchestnut-treefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καστανάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 663 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς, 36 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουφαλίων. * * * ο καστανοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
μηλολεπτοκαροκαστανοπράται — μηλολεπτοκαροκαστανοπρᾱται, οἱ (Μ) οι πωλητές μήλων, λεπτοκαρύων και καστάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + λεπτοκάρυον + κάστανο + πράτης (< πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης] … Dictionary of Greek
πιπερίτιδα — η, Ν (κτην.) ασθένεια που προσβάλλει τον μεταξοσκώληκα και άλλες κάμπιες, έχει ως χαρακτηριστικό σύμπτωμα την εμφάνιση καστανών κηλίδων σαν τους κόκκους πιπεριού στο σωματικό περίβλημά τους και οφείλεται στο πρωτόζωο Nosema bombycis … Dictionary of Greek
σκωριόχρωση — η, Ν (φυτοπαθ.) η εμφάνιση καστανών ή καστανέρυθρων τραχιών φελλωδών περιοχών στην επιδερμίδα ορισμένων καρπών, κυρίως διαφόρων ποικιλιών μηλιάς, η οποία προκαλείται από διάφορες ασθένειες, έντομα, ακάρεα και χημικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία… … Dictionary of Greek
χλόασμα — το, ΝΑ [χλοάζω] ιατρ. τοπική υπέρχρωση τού δέρματος υπό μορφή καστανών κηλίδων ή πλακών, που εντοπίζονται κυρίως στο πρόσωπο αρχ. εσφ. γρφ. τού χλώρασμα … Dictionary of Greek
χρωμολιποειδή — τα, Ν (βιοχ.) ομάδα λιποδιαλυτών κίτρινων, κόκκινων ή καστανών χρωστικών που απαντούν στον λιπώδη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromolipoids (< χρωμ[ο] * + λιποειδή] … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Ζαγόρι ή Ζαγοροχώρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ΒΑ των Ιωαννίνων, η οποία περικλείεται μεταξύ των ορέων Μιτσικέλι (1.810 μ.) και Τύμφη ή Γκαμήλα (2.497 μ.) της κοιλάδας του Αώου και της ορεινής περιοχής του Μετσόβου. Τα 47 χωριά, που αποτελούν τα… … Dictionary of Greek
Ντόμπσον, Γουίλιαμ — (William Dobson, 1610 – 1646). Άγγλος ζωγράφος. Υπήρξε προσωπογράφος με ισχυρή προσωπικότητα σε μια εποχή που κυριαρχούσαν στην αγγλική ζωγραφική οι επιδράσεις των ξένων σχολών. Διαδέχτηκε τον Βαν Ντάικ, μετά τον θάνατό του, στο αξίωμα του… … Dictionary of Greek
Παβία — (Pavia). Πόλη της Βόρειας Ιταλίας στη Λομβαρδία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (περίπου 2.965 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα νότια του Μιλάνου, με το οποίο συνδέεται με τη μεγάλη σιδηροδρομική αρτηρία Μιλάνου Γένοβας, και στα αριστερά του ποταμού… … Dictionary of Greek